- κασσίας
- κασσίᾱς , κασσίαfem acc plκασσίᾱς , κασσίαfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κασσία — (Cassia). Γένος δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των ψυχανθών, που περιλαμβάνει περίπου 600 είδη δέντρων, θάμνων και ποών. Μερικά χαρακτηριστικά είδη είναι τα: κ. η αυλοειδής, κ. η στενόφυλλη, κ. η οξύφυλλη, κ. ηαντωοειδής, από τα οποία το πιο … Dictionary of Greek
κασσίζω — (Α) [κασσία] μυρίζω ή έχω γεύση κασσίας … Dictionary of Greek
τριώδιο — Εκκλησιαστικό λειτουργικό βιβλίο, που περιέχει τις ακολουθίες των λειτουργιών από την Κυριακή του Τελώνη και του Φαρισαίου έως το Μεγάλο Σάββατο. Ονομάστηκε έτσι, επειδή στις καθημερινές ακολουθίες του όρθρου, ο κανόνας αυτός, αντί των… … Dictionary of Greek
αντικρυπτογαμικά και αντιπαρασιτικά — Με τον όρο αντικρυπτογαμικά χαρακτηρίζονται, με ευρεία έννοια, όλα τα επεξεργασμένα προϊόντα ή οι απλές ουσίες που χρησιμοποιούνται για την καταπολέμηση εκείνων των ασθενειών των φυτών που οφείλονται σε φυτικά παράσιτα. Τα αντιπαρασιτικά –αν και… … Dictionary of Greek